μπαγαπόνταρος — ο [μπαγαπόντης] μεγάλος μπαγαπόντης, μεγάλος κατεργάρης … Dictionary of Greek
βαγαπόντης — και μπαγαπόντης και παγαπόντης, ο 1. ο απατεώνας, ο αγύρτης 2. ο άσωτος 3. ο αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vagabondo < λατ. vagabundus «περιπλανώμενος»] … Dictionary of Greek
μπαγαποντάκος — και μπαγαμποντάκος και βαγαποντάκος, ο [μπαγαπόντης] μικροκατεργάρης, μικροαπατεώνας … Dictionary of Greek
μπαγαποντιά — και μπαγαμποντιά και βαγαποντιά, η [μπαγαπόντης] 1. η ιδιότητα τού μπαγαπόντη, δολιότητα, κατεργαριά 2. πράξη απάτης, απατηλή ενέργεια … Dictionary of Greek
μπαγαπόντικος — και μπαγαμπόντικος και βαγαπόντικος, η, ο [μπαγαπόντης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε μπαγαπόντη, αλήτικος. επίρρ... μπαγαπόντικα και μπαγαμπόντικα και βαγαπόντικα με μπαγαπόντικο τρόπο … Dictionary of Greek
βαγαμπόντης — ισσα, ικο βλ. μπαγαπόντης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαγα(μ)πόντης — ο θηλ. ισσα (λ. ιταλ.), απατεώνας, κατεργάρης, πονηρός: Ο περιπτεράς είναι μπαγαπόντης και με κλέβει στα ρέστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)